μαοϊκός

μαοϊκός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κινέζο πολιτικό Μάο Τσετουνγκ
2. οπαδός τού μαοϊσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού Κινέζου πολιτικού Μάο Τσε-τουνγκ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”